- σκυλόδοντο
- το, Ν1. δόντι σκύλου2. ανατ. κυνόδοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δόντι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλόδοντο — το 1. δόντι σκύλου. 2. είδος δοντιού του ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)